- Ζακυνθίους
- Ζακύνθιοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωλυρός — μωλυρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) μώλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ υς + επίθημα υρός (πρβλ. καπ υρός). Η λ. ανάγεται πιθ. σε τ. *μωλ υλός, απ όπου προήλθε το μωλυρός με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
μώλυξ — μῶλυξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) «ἀπαίδευτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ υς «νωθρός» με εκφραστικό επίθημα υξ, υκος (πρβλ. κόρ υξ)] … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
Δομενεγίνης — Επώνυμο λογίων από τη Ζάκυνθο που έζησαν κατά τον 19ο και 20ό αι. 1. Ιωάννης (1824 – 1899). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Ζάκυνθο. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εντάχθηκε στο κόμμα των Ριζοσπαστών. Με την… … Dictionary of Greek